- νωτοφύλαξ
- νωτοφύλαξ, -ακος, ὁ (Μ)αυτός που βρίσκεται στην οπισθοφυλακή, αυτός που φυλάει τα νώτα.[ΕΤΥΜΟΛ. < νῶτον + φύλαξ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νωτοφυλακώ — νωτοφυλακῶ, έω (Μ) [νωτοφύλαξ] φυλάω τα νώτα, οπισθοφυλακώ … Dictionary of Greek